ίλιγγος

ίλιγγος
ο
1. ζάλη: Υποφέρει από ιλίγγους. – Του έρχεται ίλιγγος, όταν κοιτάζει από ψηλά κάτω.
2. ψυχική ταραχή: Μεπιάνει ίλιγγος σαν σκέφτομαι τι έχουμε να πάθουμε ακόμα.
3. θάμπωμα, κατάπληξη: Τα επιτεύγματα του ανθρώπου προκαλούν τον ίλιγγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἴλιγγος — spinning round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • ἰλίγγοις — ἴλιγγος spinning round masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγοισι — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγοισιν — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγου — ἴλιγγος spinning round masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγους — ἴλιγγος spinning round masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγων — ἴλιγγος spinning round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγῳ — ἴλιγγος spinning round masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλιγγοι — ἴλιγγος spinning round masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”